- ἀναρχαΐζω
- ἀναρχᾰΐζω,A bring back to old ways,
πόλιν AP7.707
(Diosc.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόλιν AP7.707
(Diosc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀναρχαίσας — ἀναρχαίσᾱς , ἀναρχαίζω bring back to old ways aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀναρχαΐσᾱς , ἀναρχαίζω bring back to old ways aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀναρχαίσᾱς , ἀναρχαίζω bring back to old ways aor part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπαλαιώνω — επαναφέρω παλαιό χτίσμα στην αρχική του μορφή, αφαιρώντας μεταγενέστερες προσθήκες βάσει προγράμματος «συντηρήσεως» από ειδικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + παλαιός (πρβλ. αρχ. ἀναρχαΐζω «κάνω πάλι αρχαίο» < ἀνα * + ἀρχαῖος)] … Dictionary of Greek